ἀνευρίσκεται

ἀνευρίσκεται
ἀνευρίσκω
find out
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • επίκριμα — το (AM ἐπίκριμα) φρ. «κλητήριον επίκριμα» κλήση προσώπου για να δικαστεί ή να απολογηθεί σε κατηγορίες που τού αποδίδονται, η οποία παραδίδεται σε στενό συγγενή του εφόσον δεν ανευρίσκεται ο ίδιος ο κατηγορούμενος αρχ. ένταλμα, απόφαση …   Dictionary of Greek

  • κέρνα — (I) κέρνα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ἀξίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ. αντί κέαρνα, κατά τον Ησύχ. «σίδηρα τεκτονικά» (< κεάζω «σχίζω»)]. (II) κέρνα, ἡ, πληθ. και κέρνα, τὰ (Α) στον πληθ. αἱ κέρναι και τα κέρνα οι πλάγιες εκφύσεις τής… …   Dictionary of Greek

  • κοπρόλιθος — Σκληρές κοπρανώδεις ουσίες, που σχηματίζουν πραγματικές πέτρες στα κόπρανα. Στην παλαιοντολογία, κ. χαρακτηρίζεται το απολιθωμένο περίττωμα προϊστορικών ζώων, το οποίο βρίσκεται μέσα σε πετρώματα. Οι κυριότεροι κ. είναι αυτοί των ιχθυόσαυρων και… …   Dictionary of Greek

  • κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …   Dictionary of Greek

  • μεθαιμαλβουμίνη — η (βιοχ.) συνδυασμός αλβουμίνης και αιματίνης που ανευρίσκεται στο αίμα κατά τις οξείες ενδοαγγειακές αιμολύσεις …   Dictionary of Greek

  • παθογνωμονικός — ή, ὁ (Α παθογνωμονικός, ή, όν) νεοελλ. ιατρ. (για σύμπτωμα νόσου) αυτό το οποίο επιτρέπει μόνο του τη διάγνωση τής πάθησης που τό προκαλεί επειδή δεν ανευρίσκεται σε καμία άλλη νόσο αρχ. (για πρόσ.) ο έμπειρος στην κρίση τών συμπτωμάτων τών νόσων …   Dictionary of Greek

  • πουρίνη — η, Ν χημ. οργανική ένωση τής ετεροκυκλικής σειράς που χαρακτηρίζεται από διπλό δακτύλιο ατόμων άνθρακα και αζώτου και η οποία δεν απαντά στη φύση αλλά η δομή της ανευρίσκεται σε πάμπολλες οργανικές ενώσεις φυσικής προέλευσης, γνωστές ως… …   Dictionary of Greek

  • πρεγνένιο — το, Ν (βιοχ.) ανθρακούχα μονοακόρεστη ή πολυακόρεστη ένωση που λαμβάνεται από το πρεγνάνιο και ανευρίσκεται στη δομή πολλών κορτικοεπινεφριδιακών ορμονών, όπως λ.χ. στην αλδοστερόνη …   Dictionary of Greek

  • προλάνη — η, Ν φυσιολ. γοναδοτρόπος ορμόνη τού πλακούντα η οποία ανευρίσκεται στα ούρα και στο αίμα τών έγκυων γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. prolan < γερμ. Prolan < λατ. proles «έκγονος, απόγονος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”